шелушить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

шелушить - translation to πορτογαλικά


шелушить      
descascar , tirar a casca ; pelar
abaganhar      
шелушить, шелушиться
descascar      
шелушить, обрушивать (зерна, семена), лущить (напр., кукурузу), проводить декортикацию (зерен кофе), освобождать от какавеллы (какао бобы), снимать кожицу (с плодов), лес. окаривать

Ορισμός

ШЕЛУШИТЬ
отделять внешнюю оболочку, шелуху от чего-нибудь; освобождать от такой оболочки, шелухи.
Ш. зерна.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шелушить
1. Жители прибайкальских деревень осваивают профессию туроператора. – Что это у тебя за штука такая? – показывая на монитор под ветровым стеклом моторки, спрашиваю Андрея – рыбака из села Байкало Кудара, у которого мы с компанией родственников закупаем почти центнер свежайшего омуля. – Эхолот, – не переставая шелушить сети, отвечает он, – чтобы рыбу под днищем сканировать.